Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκδηλώνω < ελληνιστική κοινή ἐκδηλόω / ἐκδηλῶ < αρχαία ελληνική ἐκ + δηλόω / δηλῶ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική manifester)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.ðiˈlo.no/

  ΡήμαΕπεξεργασία

εκδηλώνω (παθητική φωνή: εκδηλώνομαι)

  1. εκφράζω κάτι που σκέφτομαι ή αισθάνομαι
  2. φανερώνω, εμφανίζω

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία