Ετυμολογία

επεξεργασία

εκδηλώνω (παθητική φωνή: εκδηλώνομαι)

  1. εκφράζω κάτι που σκέφτομαι ή αισθάνομαι
  2. φανερώνω, εμφανίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία