εκδηλωτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκδηλωτικότητα < εκδηλωτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκδηλωτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του εκδηλωτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκδηλωτικότητα
|
εκδηλωτικότητα θηλυκό
|