Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκδηλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκδηλωμέν
ος
η
εκδηλωμέν
η
το
εκδηλωμέν
ο
γενική
του
εκδηλωμέν
ου
της
εκδηλωμέν
ης
του
εκδηλωμέν
ου
αιτιατική
τον
εκδηλωμέν
ο
την
εκδηλωμέν
η
το
εκδηλωμέν
ο
κλητική
εκδηλωμέν
ε
εκδηλωμέν
η
εκδηλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκδηλωμέν
οι
οι
εκδηλωμέν
ες
τα
εκδηλωμέν
α
γενική
των
εκδηλωμέν
ων
των
εκδηλωμέν
ων
των
εκδηλωμέν
ων
αιτιατική
τους
εκδηλωμέν
ους
τις
εκδηλωμέν
ες
τα
εκδηλωμέν
α
κλητική
εκδηλωμέν
οι
εκδηλωμέν
ες
εκδηλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκδηλωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκδηλώνω
Μετοχή
επεξεργασία
εκδηλωμένος, -η, -ο
που έχει
εκδηλωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανεκδήλωτος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
εκδηλώσιμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκδηλωμένος
γαλλικά
:
déclaré
(fr)