↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκδηλωμένος η εκδηλωμένη το εκδηλωμένο
      γενική του εκδηλωμένου της εκδηλωμένης του εκδηλωμένου
    αιτιατική τον εκδηλωμένο την εκδηλωμένη το εκδηλωμένο
     κλητική εκδηλωμένε εκδηλωμένη εκδηλωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκδηλωμένοι οι εκδηλωμένες τα εκδηλωμένα
      γενική των εκδηλωμένων των εκδηλωμένων των εκδηλωμένων
    αιτιατική τους εκδηλωμένους τις εκδηλωμένες τα εκδηλωμένα
     κλητική εκδηλωμένοι εκδηλωμένες εκδηλωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδηλωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εκδηλώνω

εκδηλωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία