εκδηλωτικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
εκδηλωτικώς < εκδηλωτικός + -ώς
Επίρρημα επεξεργασία
εκδηλωτικώς
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκδηλωτικώς
|
εκδηλωτικώς < εκδηλωτικός + -ώς
εκδηλωτικώς
|