Ετυμολογία

επεξεργασία

εκδηλωτικά < εκδηλωτικός +

  Επίρρημα

επεξεργασία

εκδηλωτικά

  • κατά τρόπο εκδηλωτικό
    • είναι άνθρωπος ευγενής και εκδηλωτικά τρυφερός
    • εκφράζουν εκδηλωτικά τα συναισθήματά τους

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

εκδηλωτικά