Ετυμολογία

επεξεργασία
δηλόω < δῆλος (και ασυναίρετο, δέελος)

δηλόω

  1. φανερώνω, δείχνω, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω, αποδεικνύω
    δηλοῖ : δῆλόν ἐστι : είναι φανερό, αποδεικνύεται ότι...
  2. υποδεικνύω
  3. παραγγέλλω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  δηλόω-ῶ   δηλοῦμαι 
Παρατατικός  ἐδήλουν   ἐδηλούμην 
Μέλλοντας  δηλώσω   δηλώσομαι & δηλωθήσομαι 
Αόριστος  ἐδήλωσα   ἐδηλώθην 
Παρακείμενος  δεδήλωκα   δεδήλωμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐδεδηλώκειν   ἐδεδηλώμην 
Συντελ.Μέλλ.  δεδηλωκώς ἔσομαι   δεδηλώσομαι 

Συγγενικά

επεξεργασία