δηλόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δηλόω < δῆλος (και ασυναίρετο, δέελος)
Ρήμα
επεξεργασία
δηλόω
- φανερώνω, δείχνω, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω, αποδεικνύω
- δηλοῖ : δῆλόν ἐστι : είναι φανερό, αποδεικνύεται ότι...
- υποδεικνύω
- παραγγέλλω
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | δηλόω-ῶ | δηλοῦμαι |
Παρατατικός | ἐδήλουν | ἐδηλούμην |
Μέλλοντας | δηλώσω | δηλώσομαι & δηλωθήσομαι |
Αόριστος | ἐδήλωσα | ἐδηλώθην |
Παρακείμενος | δεδήλωκα | δεδήλωμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐδεδηλώκειν | ἐδεδηλώμην |
Συντελ.Μέλλ. | δεδηλωκώς ἔσομαι | δεδηλώσομαι |
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- δηλόω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δηλόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δηλόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.