Ετυμολογία

επεξεργασία
δήλωσις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δήλωσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δήλωσις θηλυκό

  1. υπόσχεση, διαβεβαίωση
  2. (σε έγγραφα) ο τίτλος, η επιγραφή / δήλωση του θέματος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δηλῶ και δηλώνω



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δήλωσῐς αἱ δηλώσεις
      γενική τῆς δηλώσεως τῶν δηλώσεων
      δοτική τῇ δηλώσει ταῖς δηλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν δήλωσῐν τὰς δηλώσεις
     κλητική ! δήλωσῐ δηλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δηλώσει
γεν-δοτ τοῖν  δηλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δήλωσις < δηλόω, δηλω- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δήλωσις, -εως θηλυκό

  1. εξήγηση, κατάδειξη, απόδειξη, φανέρωση
    ※  5ος αιώνας πκε Πλάτων, Πολιτικός, 287a
    ἔτι δ᾽ αὖ πρὸς τούτοις τὸν περὶ τὰς τοιάσδε συνουσίας ψέγοντα λόγων μήκη καὶ τὰς ἐν κύκλῳ περιόδους οὐκ ἀποδεχόμενον, ὅτι χρὴ τὸν τοιοῦτον μὴ [πάνυ] ταχὺ μηδ᾽ εὐθὺς οὕτω μεθιέναι ψέξαντα [287] μόνον ὡς μακρὰ τὰ λεχθέντα, ἀλλὰ καὶ προσαποφαίνειν οἴεσθαι δεῖν ὡς βραχύτερα ἂν γενόμενα τοὺς συνόντας ἀπηργάζετο διαλεκτικωτέρους καὶ τῆς τῶν ὄντων λόγῳ δηλώσεως εὑρετικωτέρους, τῶν δὲ ἄλλων καὶ πρὸς ἄλλ᾽ ἄττα ψόγων καὶ ἐπαίνων μηδὲν φροντίζειν μηδὲ τὸ παράπαν ἀκούειν δοκεῖν τῶν τοιούτων λόγων
    λείπει η μετάφραση
  2. η διαταγή

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δῆλος