↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατάδειξη οι καταδείξεις
      γενική της κατάδειξης* των καταδείξεων
    αιτιατική την κατάδειξη τις καταδείξεις
     κλητική κατάδειξη καταδείξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταδείξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατάδειξη < καταδεικνύω + -ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατάδειξη θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία