καταδείξεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
καταδείξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος καταδεικνύω
- θα καταδείξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος καταδεικνύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
καταδείξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατάδειξη