διαταγή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαταγή | οι | διαταγές |
γενική | της | διαταγής | των | διαταγών |
αιτιατική | τη | διαταγή | τις | διαταγές |
κλητική | διαταγή | διαταγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαταγή < ελληνιστική κοινή διαταγή[1] < διατάσσω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ði.a.taˈʝi/
- συλλαβισμός : δι‐α‐τα‐γή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαταγή θηλυκό
- γραπτό ή προφορικό κείμενο με το οποίο ένας ανώτερος (στρατιωτικός ή άλλος) απευθύνεται σε έναν κατώτερο και του αναθέτει ένα έργο που πρέπει αυτός υποχρεωτικά να διεκπεραιώσει ή του απαγορεύει να κάνει συγκεκριμένα πράγματα
- (στον πληθυντικό) το δικαίωμα που έχει κάποιος να διατάζει, η διοικητική ευθύνη, η αρχηγία
- Οι Αμερικανοί στις διαταγές τώρα των Ιρακινών... ' (τίτλος άρθρου της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 3 Ιανουαρίου 2009)
- (στον πληθυντικό) το δικαίωμα που έχει κάποιος να διατάζει, η διοικητική ευθύνη, η αρχηγία
- (τραπεζικές εργασίες) διαταγή πληρωμής: γραπτή εντολή προς την τράπεζα για την πληρωμή ενός ποσού
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μέχρι νεοτέρας (διαταγής)
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαταγή
Επεξεργασία
- ↑ «διαταγή» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.