μέχρι νεοτέρας
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μέχρι νεοτέρας → δείτε τη λέξη μέχρι + γενική θηλυκού του νεότερος. Εννοείται η λέξη διαταγή: «μέχρι νεοτέρας διαταγής»
Έκφραση Επεξεργασία
μέχρι νεοτέρας
Δείτε επίσης Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
μέχρι νεοτέρας