πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσταγή οι προσταγές
      γενική της προσταγής των προσταγών
    αιτιατική την προσταγή τις προσταγές
     κλητική προσταγή προσταγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προστᾰγα-
ονομαστική προσταγή αἱ προσταγαί
      γενική τῆς προσταγῆς τῶν προσταγῶν
      δοτική τῇ προσταγ ταῖς προσταγαῖς
    αιτιατική τὴν προσταγήν τὰς προσταγᾱ́ς
     κλητική ! προσταγή προσταγαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσταγᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  προσταγαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσταγή < αρχαία ελληνική προστάσσω / προστάττω < προσ- + τάσσω / τάττω, θέμα ταγ- + όπως και στο σχήμα συντάσσω - συνταγή

Ουσιαστικό

επεξεργασία