συνταγή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνταγή | οι | συνταγές |
γενική | της | συνταγής | των | συνταγών |
αιτιατική | τη | συνταγή | τις | συνταγές |
κλητική | συνταγή | συνταγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συνταγή < ελληνιστική κοινή συνταγή < αρχαία ελληνική συντάσσω < σύν + τάσσω (1,2 σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική recette)


Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνταγή θηλυκό
- (γαστρονομία, μαγειρική) οδηγίες παρασκευής φαγητού, γλυκού, ποτού κ.λπ.: υλικά, ποσότητα, τρόπος παρασκευής κ.ά.
- (ιατρική) γραπτές οδηγίες ιατρού για τα φάρμακα που πρέπει να λάβει ένας ασθενής
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) κατευθυντήριες οδηγίες συμπεριφοράς και δράσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- συνταγούλα
- → δείτε τις λέξεις συντάσσω και τάσσω
Σύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
συνταγή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συνταγή θηλυκό
- που έχει καθοριστεί με συμφωνία, τα συμφωνημένα
Πηγές
επεξεργασία
- συνταγή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.