Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερσυνταγογράφηση οι υπερσυνταγογραφήσεις
      γενική της υπερσυνταγογράφησης* των υπερσυνταγογραφήσεων
    αιτιατική την υπερσυνταγογράφηση τις υπερσυνταγογραφήσεις
     κλητική υπερσυνταγογράφηση υπερσυνταγογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερσυνταγογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερσυνταγογράφηση < υπερ- + συνταγογράφηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερσυνταγογράφηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία