τάσσω
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάσσω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈta.so/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τάσ‐σω
- ομόηχο: Τάσο
ΡήμαΕπεξεργασία
τάσσω
- ορίζω, καθορίζω
- υπόσχομαι, κάνω τάμα (συνήθως στον ενεστώτα εκφέρεται τάζω με αυτή την έννοια)
- → δείτε και την παθητική φωνή: τάσσομαι
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
διαφορετικού ετύμου
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τάσσω | έτασσα | θα τάσσω | να τάσσω | τάσσοντας | |
β' ενικ. | τάσσεις | έτασσες | θα τάσσεις | να τάσσεις | τάσσε | |
γ' ενικ. | τάσσει | έτασσε | θα τάσσει | να τάσσει | ||
α' πληθ. | τάσσουμε | τάσσαμε | θα τάσσουμε | να τάσσουμε | ||
β' πληθ. | τάσσετε | τάσσατε | θα τάσσετε | να τάσσετε | τάσσετε | |
γ' πληθ. | τάσσουν(ε) | έτασσαν τάσσαν(ε) |
θα τάσσουν(ε) | να τάσσουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έταξα | θα τάξω | να τάξω | τάξει | ||
β' ενικ. | έταξες | θα τάξεις | να τάξεις | τάξε | ||
γ' ενικ. | έταξε | θα τάξει | να τάξει | |||
α' πληθ. | τάξαμε | θα τάξουμε | να τάξουμε | |||
β' πληθ. | τάξατε | θα τάξετε | να τάξετε | τάξτε | ||
γ' πληθ. | έταξαν τάξαν(ε) |
θα τάξουν(ε) | να τάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τάξει | είχα τάξει | θα έχω τάξει | να έχω τάξει | ||
β' ενικ. | έχεις τάξει | είχες τάξει | θα έχεις τάξει | να έχεις τάξει | έχε ταγμένο | |
γ' ενικ. | έχει τάξει | είχε τάξει | θα έχει τάξει | να έχει τάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε τάξει | είχαμε τάξει | θα έχουμε τάξει | να έχουμε τάξει | ||
β' πληθ. | έχετε τάξει | είχατε τάξει | θα έχετε τάξει | να έχετε τάξει | έχετε ταγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν τάξει | είχαν τάξει | θα έχουν τάξει | να έχουν τάξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ταγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ταγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ταγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ταγμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τάσσομαι | τασσόμουν(α) | θα τάσσομαι | να τάσσομαι | ||
β' ενικ. | τάσσεσαι | τασσόσουν(α) | θα τάσσεσαι | να τάσσεσαι | τάσσου | |
γ' ενικ. | τάσσεται | τασσόταν(ε) | θα τάσσεται | να τάσσεται | ||
α' πληθ. | τασσόμαστε | τασσόμαστε τασσόμασταν |
θα τασσόμαστε | να τασσόμαστε | ||
β' πληθ. | τάσσεστε | τασσόσαστε τασσόσασταν |
θα τάσσεστε | να τάσσεστε | τάσσεστε | |
γ' πληθ. | τάσσονται | τάσσονταν τασσόντουσαν |
θα τάσσονται | να τάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τάχθηκα | θα ταχθώ | να ταχθώ | ταχθεί | ||
β' ενικ. | τάχθηκες | θα ταχθείς | να ταχθείς | τάξου | ||
γ' ενικ. | τάχθηκε | θα ταχθεί | να ταχθεί | |||
α' πληθ. | ταχθήκαμε | θα ταχθούμε | να ταχθούμε | |||
β' πληθ. | ταχθήκατε | θα ταχθείτε | να ταχθείτε | ταχθείτε | ||
γ' πληθ. | τάχθηκαν ταχθήκαν(ε) |
θα ταχθούν(ε) | να ταχθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ταχθεί | είχα ταχθεί | θα έχω ταχθεί | να έχω ταχθεί | ταγμένος | |
β' ενικ. | έχεις ταχθεί | είχες ταχθεί | θα έχεις ταχθεί | να έχεις ταχθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ταχθεί | είχε ταχθεί | θα έχει ταχθεί | να έχει ταχθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ταχθεί | είχαμε ταχθεί | θα έχουμε ταχθεί | να έχουμε ταχθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ταχθεί | είχατε ταχθεί | θα έχετε ταχθεί | να έχετε ταχθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ταχθεί | είχαν ταχθεί | θα έχουν ταχθεί | να έχουν ταχθεί |
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
τάσσω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τάσσω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂g-
ΡήμαΕπεξεργασία
τάσσω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -τάσσω στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -τασσ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Επεξεργασία
- -ταγή Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ταγή στο Βικιλεξικό
- τάξις
- -τάξις Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ταξις στο Βικιλεξικό
- -τακτικός
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «τάσσω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «τάσσω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.