↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεταγμένος η τεταγμένη το τεταγμένο
      γενική του τεταγμένου της τεταγμένης του τεταγμένου
    αιτιατική τον τεταγμένο την τεταγμένη το τεταγμένο
     κλητική τεταγμένε τεταγμένη τεταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεταγμένοι οι τεταγμένες τα τεταγμένα
      γενική των τεταγμένων των τεταγμένων των τεταγμένων
    αιτιατική τους τεταγμένους τις τεταγμένες τα τεταγμένα
     κλητική τεταγμένοι τεταγμένες τεταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τεταγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τεταγμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /te.taˈɣme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐ταγ‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: τε‐τα‐γμέ‐νος

τεταγμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τεταγμένος τεταγμένη τὸ τεταγμένον
      γενική τοῦ τεταγμένου τῆς τεταγμένης τοῦ τεταγμένου
      δοτική τῷ τεταγμέν τῇ τεταγμέν τῷ τεταγμέν
    αιτιατική τὸν τεταγμένον τὴν τεταγμένην τὸ τεταγμένον
     κλητική ! τεταγμένε τεταγμένη τεταγμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τεταγμένοι αἱ τεταγμέναι τὰ τεταγμέν
      γενική τῶν τεταγμένων τῶν τεταγμένων τῶν τεταγμένων
      δοτική τοῖς τεταγμένοις ταῖς τεταγμέναις τοῖς τεταγμένοις
    αιτιατική τοὺς τεταγμένους τὰς τεταγμένᾱς τὰ τεταγμέν
     κλητική ! τεταγμένοι τεταγμέναι τεταγμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τεταγμένω τὼ τεταγμέν τὼ τεταγμένω
      γεν-δοτ τοῖν τεταγμένοιν τοῖν τεταγμέναιν τοῖν τεταγμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

τεταγμένος, -η, -ον

  1. ορισμένος, διατεταγμένος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 109.2
    ὁ δὲ ἔπεμπε τοὺς ἐπισκεψομένους καὶ ἀναμετρήσοντας ὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε, ὅκως τοῦ λοιποῦ κατὰ λόγον τῆς τεταγμένης ἀποφορῆς τελέοι.
    και ο βασιλιάς έστελνε επιθεωρητές και μετρούσαν πόσο είχε λιγοστέψει το χωράφι ώστε από εκεί και πέρα ο ιδιοκτήτης να πληρώνει το ανάλογο μέρος του ορισμένου φόρου.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. παρατεταγμένος, συντεταγμένος, οργανωμένος
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 108.1
    Ἀθηναίοισι δὲ τεταγμένοισι ἐν τεμένεϊ Ἡρακλέος ἐπῆλθον βοηθέοντες Πλαταιέες πανδημεί·
    στους Αθηναίους που είχαν παραταχτεί στο τέμενος του Ηρακλή ήρθαν σε επικουρία οι Πλαταιείς πανστρατιά·
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 10, 619c
    εἶναι δὲ αὐτὸν τῶν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡκόντων, ἐν τεταγμένῃ πολιτείᾳ ἐν τῷ προτέρῳ βίῳ βεβιωκότα,
    Εντούτοις αυτός ήταν από κείνους που ήρθαν από τον ουρανό και είχε ζήσει την προγενέστερη ζωή του μέσα σε πολιτεία καλά οργανωμένη,
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Ἀρριανός, Ἀνάβασις Ἀλεξάνδρου, 2.8.8
    τὸ δὲ ἄλλο πλῆθος αὐτοῦ ψιλῶν τε καὶ ὁπλιτῶν, κατὰ ἔθνη συντεταγμένον ἐς βάθος οὐκ ὠφέλιμον, ὄπισθεν ἦν τῶν Ἑλλήνων τῶν μισθοφόρων καὶ τοῦ ἐπὶ φάλαγγος τεταγμένου βαρβαρικοῦ.
    Το υπόλοιπο πλήθος των ελαφρά και βαριά οπλισμένων, παραταγμένο κατά εθνότητες και σε βάθος άχρηστο, τοποθετήθηκε πίσω από τους Έλληνες μισθοφόρους και τους παραταγμένους σε φάλαγγα βαρβάρους.
    Μετάφραση (1986, 1998): Θεόδωρος Χ. Σαρικάκης, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. @greek‑language.gr

Παράγωγα

επεξεργασία