Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατεταγμένος η διατεταγμένη το διατεταγμένο
      γενική του διατεταγμένου της διατεταγμένης του διατεταγμένου
    αιτιατική τον διατεταγμένο τη διατεταγμένη το διατεταγμένο
     κλητική διατεταγμένε διατεταγμένη διατεταγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατεταγμένοι οι διατεταγμένες τα διατεταγμένα
      γενική των διατεταγμένων των διατεταγμένων των διατεταγμένων
    αιτιατική τους διατεταγμένους τις διατεταγμένες τα διατεταγμένα
     κλητική διατεταγμένοι διατεταγμένες διατεταγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατεταγμένος < διατάσσομαι

  Μετοχή επεξεργασία

διατεταγμένος, -η, -ο

  1. που έχει διαταχθεί, που έχει ανατεθεί από έναν ανώτερο, εντολή που συνήθως δεν επιτρέπεται κάποιος να αμφισβητήσει ή να παραβεί
    βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία
  2. που έχει μια ορισμένη διάταξη, μια ορισμένη σειρά
    διατεταγμένο ζεύγος

  Μεταφράσεις επεξεργασία