διατεταγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διατεταγμένος < διατάσσομαι
Μετοχή επεξεργασία
διατεταγμένος, -η, -ο
- που έχει διαταχθεί, που έχει ανατεθεί από έναν ανώτερο, εντολή που συνήθως δεν επιτρέπεται κάποιος να αμφισβητήσει ή να παραβεί
- βρισκόταν σε διατεταγμένη υπηρεσία
- που έχει μια ορισμένη διάταξη, μια ορισμένη σειρά
- διατεταγμένο ζεύγος