service
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
service | services |
Ετυμολογία
επεξεργασία- service < (κληρονομημένο) μέση αγγλική servise < παλαιά γαλλική servise < λατινική servitium (δουλεία, εξυπηρέτηση) < servus (δούλος)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈsɝvɪs/ (αμερικανικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαservice (en)
- η υπηρεσία, το σέρβις, η δούλεψη
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η υπηρεσία, μια επιχείρηση της οποίας η δουλειά περιλαμβάνει να κάνει κάτι για τους πελάτες αλλά όχι να παράγει αγαθά
- ↪ the service industry/sector - βιομηχανία/τομέας υπηρεσιών
- ↪ a 10% service charge - επιβάρυνση 10% για υπηρεσία
- (μη μετρήσιμο) η εξυπηρέτηση, η περιποίηση των πελατών σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και καταστήματα
- ↪ I got good service at that restaurant.
- Βρήκα καλή εξυπηρέτηση σε αυτό το εστιατόριο.
- ↪ The food is good at this hotel, but the service is poor.
- Το φαΐ είναι καλό σε αυτό το ξενοδοχείο, αλλά η εξυπηρέτηση/περιποίηση είναι χάλια.
- ↪ I got good service at that restaurant.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, στρατιωτικός όρος) η θητεία
- ↪ I am starting/finishing my service.
- Aρχίζω/τελειώνω τη θητεία μου.
- ↪ Military service in Greece is compulsory.
- H στρατιωτική θητεία στην Ελλάδα είναι υποχρεωτική.
- ≈ συνώνυμα: military service
- ↪ I am starting/finishing my service.
- (πληροφορική) η υπηρεσία, που παρέχεται από τη λειτουργία ενός προγράμματος, ενός εξυπηρετητή (server), κλπ.[2]
- υπώνυμα: Web service
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία(πληροφορική)
- denial of service (DoS)
- integrated services digital network (ISDN)
- quality of service (QoS)
- short message service (SMS)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σέρβις - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ «υπηρεσία» από αναζήτηση «service» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
Πηγές
επεξεργασία- service (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- service (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 310, 689. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξυπηρέτηση, περιποίηση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
service | services |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαservice (fr) αρσενικό
- η υπηρεσία, το σέρβις, το σερβίρισμα
- η εξυπηρέτηση, η δούλεψη
- (αθλητισμός) το σερβίς, το σερβίρισμα μιας μπάλας
- (στρατιωτικός όρος) η θητεία
- η βάρδια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σέρβις - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- service - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé