Ετυμολογία

επεξεργασία
military service < → δείτε τις λέξεις military και service

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

military service (en) (μη μετρήσιμο)

  • η θητεία
    ⮡  I do my military service.
    Κάνω τη θητεία μου.

Δείτε επίσης

επεξεργασία