πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θητεία οι θητείες
      γενική της θητείας των θητειών
    αιτιατική τη θητεία τις θητείες
     κλητική θητεία θητείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

θητεία θηλυκό

  1. το διάστημα κατά το οποίο παραμένει στο στρατό ένας κληρωτός, η στρατιωτική υπηρεσία
  2. η άσκηση ενός αξιώματος και το χρονικό διάστημα της άσκησης αυτής

Μεταφράσεις

επεξεργασία