κληρωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κληρωτός | η | κληρωτή | το | κληρωτό |
γενική | του | κληρωτού | της | κληρωτής | του | κληρωτού |
αιτιατική | τον | κληρωτό | την | κληρωτή | το | κληρωτό |
κλητική | κληρωτέ | κληρωτή | κληρωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κληρωτοί | οι | κληρωτές | τα | κληρωτά |
γενική | των | κληρωτών | των | κληρωτών | των | κληρωτών |
αιτιατική | τους | κληρωτούς | τις | κληρωτές | τα | κληρωτά |
κλητική | κληρωτοί | κληρωτές | κληρωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κληρωτός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
κληρωτός
- που εκλέγεται με κλήρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
κληρωτός αρσενικό
- στρατεύσιμος, που καλείται να εκτελέσει τη στρατιωτική του θητεία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κληρωτός
|