Ετυμολογία

επεξεργασία
κληρώνω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική κληρόω, -ῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kliˈɾo.no/

κληρώνω, πρτ.: κλήρωνα, στ.μέλλ.: θα κληρώσω, αόρ.: κλήρωσα, παθ.φωνή: κληρώνομαι, μτχ.π.π.: κληρωμένος

  1. (μεταβατικό) επιλέγω με κλήρωση ένα πρόσωπο, πράγμα, αριθμό κ.λπ. προκειμένου να ανακηρύξω έναν νικητή, να αναθέσω μια εργασία, να διανείμω μερίδια κ.λπ.
  2. (μεταβατικό) βάζω σε κλήρωση κάτι ώστε να το αποδώσω σε κάποιον ως βραβείο ή έπαθλο
    τα παιδιά της Γ΄ τάξης θα κληρώσουν ένα φορητό CD για να μαζέψουν λεφτά για την εκδρομή τους
  3. (αμετάβατο), (γ' πρόσωπο) υφίσταμαι τη διαδικασία της κλήρωσης
    αύριο κληρώνει το Λαϊκό (λαχείο)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία