κληρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κληρώνω < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική κληρόω, -ῶ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακληρώνω, πρτ.: κλήρωνα, στ.μέλλ.: θα κληρώσω, αόρ.: κλήρωσα, παθ.φωνή: κληρώνομαι, μτχ.π.π.: κληρωμένος
- (μεταβατικό) επιλέγω με κλήρωση ένα πρόσωπο, πράγμα, αριθμό κ.λπ. προκειμένου να ανακηρύξω έναν νικητή, να αναθέσω μια εργασία, να διανείμω μερίδια κ.λπ.
- (μεταβατικό) βάζω σε κλήρωση κάτι ώστε να το αποδώσω σε κάποιον ως βραβείο ή έπαθλο
- τα παιδιά της Γ΄ τάξης θα κληρώσουν ένα φορητό CD για να μαζέψουν λεφτά για την εκδρομή τους
- (αμετάβατο), (γ' πρόσωπο) υφίσταμαι τη διαδικασία της κλήρωσης
- αύριο κληρώνει το Λαϊκό (λαχείο)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κληρώνω | κλήρωνα | θα κληρώνω | να κληρώνω | κληρώνοντας | |
β' ενικ. | κληρώνεις | κλήρωνες | θα κληρώνεις | να κληρώνεις | κλήρωνε | |
γ' ενικ. | κληρώνει | κλήρωνε | θα κληρώνει | να κληρώνει | ||
α' πληθ. | κληρώνουμε | κληρώναμε | θα κληρώνουμε | να κληρώνουμε | ||
β' πληθ. | κληρώνετε | κληρώνατε | θα κληρώνετε | να κληρώνετε | κληρώνετε | |
γ' πληθ. | κληρώνουν(ε) | κλήρωναν κληρώναν(ε) |
θα κληρώνουν(ε) | να κληρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κλήρωσα | θα κληρώσω | να κληρώσω | κληρώσει | ||
β' ενικ. | κλήρωσες | θα κληρώσεις | να κληρώσεις | κλήρωσε | ||
γ' ενικ. | κλήρωσε | θα κληρώσει | να κληρώσει | |||
α' πληθ. | κληρώσαμε | θα κληρώσουμε | να κληρώσουμε | |||
β' πληθ. | κληρώσατε | θα κληρώσετε | να κληρώσετε | κληρώστε | ||
γ' πληθ. | κλήρωσαν κληρώσαν(ε) |
θα κληρώσουν(ε) | να κληρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κληρώσει | είχα κληρώσει | θα έχω κληρώσει | να έχω κληρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κληρώσει | είχες κληρώσει | θα έχεις κληρώσει | να έχεις κληρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κληρώσει | είχε κληρώσει | θα έχει κληρώσει | να έχει κληρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κληρώσει | είχαμε κληρώσει | θα έχουμε κληρώσει | να έχουμε κληρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κληρώσει | είχατε κληρώσει | θα έχετε κληρώσει | να έχετε κληρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κληρώσει | είχαν κληρώσει | θα έχουν κληρώσει | να έχουν κληρώσει |
|