έπαθλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έπαθλο | τα | έπαθλα |
γενική | του | επάθλου & έπαθλου |
των | επάθλων |
αιτιατική | το | έπαθλο | τα | έπαθλα |
κλητική | έπαθλο | έπαθλα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έπαθλο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔπαθλον < ἐπί + ἆθλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.pa.θlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐πα‐θλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέπαθλο ουδέτερο
- οτιδήποτε δίνεται ως ανταμοιβή ή τιμητική διάκριση σε κάποιον που κερδίζει σε αθλητικό αγώνισμα ή άλλο συναγωνισμό