Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βραβείο τα βραβεία
      γενική του βραβείου των βραβείων
    αιτιατική το βραβείο τα βραβεία
     κλητική βραβείο βραβεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραβείο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βραβεῖον < αρχαία ελληνικά βραβεύω < βραβεύς, άγνωστης ετυμολογίας [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βραβείο ουδέτερο

  • τιμητική υλική ή ηθική ανταμοιβή
    βραβείο Νόμπελ
    βραβείο Ζαχάρωφ
    βραβείο δημοσιογραφίας

Εκφράσεις επεξεργασία

  • βραβείο ανοιχτής παλάμης: πλάγιος τρόπος έκφρασης του μουντζώματος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.