βραβεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραβεύω < αρχαία ελληνική βραβεύω
Ρήμα επεξεργασία
βραβεύω
- απονέμω ένα βραβείο
- ο πρόεδρος της δημοκρατίας βράβευσε τον νικητή
- τιμώ
- ο νέος διευθυντής βράβευσε το παρελθόν και παρουσίασε το μέλλον της επιχείρησης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βραβεύω
|