Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραβεύω < αρχαία ελληνική βραβεύω

  Ρήμα επεξεργασία

βραβεύω

  1. απονέμω ένα βραβείο
    ο πρόεδρος της δημοκρατίας βράβευσε τον νικητή
  2. τιμώ
    ο νέος διευθυντής βράβευσε το παρελθόν και παρουσίασε το μέλλον της επιχείρησης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία