βραβεύσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραβεύσιμος < βραβεύω
Επίθετο
επεξεργασίαβραβεύσιμος, -η, -ο
- αυτός που αξίζει τη βράβευση
- η προσπάθειά του είναι βραβεύσιμη
- καμία μελέτη δεν κρίθηκε βραβεύσιμη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βραβεύσιμος
|