βραβεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | βραβεῖον | τὰ | βραβεῖᾰ |
γενική | τοῦ | βραβείου | τῶν | βραβείων |
δοτική | τῷ | βραβείῳ | τοῖς | βραβείοις |
αιτιατική | τὸ | βραβεῖον | τὰ | βραβεῖᾰ |
κλητική ὦ! | βραβεῖον | βραβεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βραβείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βραβείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βραβεῖον < αρχαία ελληνική βραβ(εύω) + -εῖον < βραβεύς > άγνωστης ετυμολογίας[1]
- > → δείτε νέα ελληνική βραβείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβραβεῖον (ᾰ) ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) έπαθλο σε αγώνες
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βραβεύς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «βραβεύω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- βραβεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βραβεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.