Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prize prizes

prize (en)

ενεστώτας prize
γ΄ ενικό ενεστώτα prizes
αόριστος prized
παθητική μετοχή prized
ενεργητική μετοχή prizing

prize (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εκτιμώ