prize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prize | prizes |
prize (en)
- το βραβείο
- ↪ Nobel prize - βραβείο Νόμπελ
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | prize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | prizes |
αόριστος | prized |
παθητική μετοχή | prized |
ενεργητική μετοχή | prizing |
prize (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ