Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κληρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κληρωμέν
ος
η
κληρωμέν
η
το
κληρωμέν
ο
γενική
του
κληρωμέν
ου
της
κληρωμέν
ης
του
κληρωμέν
ου
αιτιατική
τον
κληρωμέν
ο
την
κληρωμέν
η
το
κληρωμέν
ο
κλητική
κληρωμέν
ε
κληρωμέν
η
κληρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κληρωμέν
οι
οι
κληρωμέν
ες
τα
κληρωμέν
α
γενική
των
κληρωμέν
ων
των
κληρωμέν
ων
των
κληρωμέν
ων
αιτιατική
τους
κληρωμέν
ους
τις
κληρωμέν
ες
τα
κληρωμέν
α
κλητική
κληρωμέν
οι
κληρωμέν
ες
κληρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κληρωμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κληρώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κληρωμένος