σερβίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σερβίς < (λόγιο δάνειο) γαλλική service[1] < λατινική servitium (δουλεία, εξυπηρέτηση) < servus (δούλος)[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /seɾˈvis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σερ‐βίς
- τονικό παρώνυμο: σέρβις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερβίς ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) η εκτέλεση της πρώτης βολής σε αθλήματα όπως το βόλεϊ και το τένις
- (παρωχημένο) το σερβίτσιο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σερβίρω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ σερβίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.