βόλεϊ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βόλεϊ < (άμεσο δάνειο) αγγλική volleyball < volley + ball (μπάλα) με αποβολή του δεύτερου συνθετικού [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvo.lei̯/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βό‐λεϊ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βόλεϊ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ομαδικό άθλημα που παίζεται από δύο ομάδες των έξι ατόμων σε γήπεδο χωρισμένο στη μέση με δίχτυ· κάθε ομάδα προσπαθεί να ρίξει την μπάλα στη μεριά των αντιπάλων, ώστε να ακουμπήσει στο έδαφος ή να αναγκάσει τους αντιπάλους να τη βγάλουν εκτός αγωνιστικού χώρου
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- βόλεϊ στη Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βόλεϊ
Επεξεργασία
- ↑ «βόλεϊ» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.