δίχτυ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίχτυ | τα | δίχτυα |
γενική | του | διχτυού | των | διχτυών |
αιτιατική | το | δίχτυ | τα | δίχτυα |
κλητική | δίχτυ | δίχτυα | ||
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίχτυ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δίκτυ με ανομοίωση [kt] > [xt] < αρχαία ελληνική δίκτυον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði.xti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐χτυ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίχτυ ουδέτερο
- σύστημα διασταυρούμενων σχοινιών ή συρμάτων που σχηματίζουν ένα πλέγμα, που χρησιμοποιείται
- από ψαράδες, για να παγιδεύουν τα ψάρια
- από κυνηγούς, για να παγιδεύουν τα ζώα ή τα πουλιά
- από τους ανθρώπους, για να μεταφέρουν τα ψώνια
- για να συγκρατεί τα μαλλιά
- (αθλητισμός) για να χωρίζει τον χώρο διεξαγωγής διαφόρων αθλημάτων (βόλεϊ, τένις κ.ά.)
- (αθλητισμός) για να συγκρατεί την μπάλα σε διάφορα αθλήματα (ποδόσφαιρο, μπάσκετ κ.ά.)
- (μεταφορικά) ο ιστός της αράχνης
- (μεταφορικά) πλέγμα μεθόδων ή ενεργειών που «παγιδεύουν» τους ανθρώπους και συμβάλλουν στην παρακολούθησή τους
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δίκτυο
Εκφράσεις
επεξεργασία- έπεσε στα δίχτυα της αράχνης: (μεταφορικά) παγιδεύτηκε