δίκτυ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δίκτυ | τα | δίκτυα |
γενική | του | δικτυού | των | δικτυών |
αιτιατική | το | δίκτυ | τα | δίκτυα |
κλητική | δίκτυ | δίκτυα | ||
όπως «-υ ουδέτερα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δίκτυ < μεσαιωνική ελληνική δίκτυ(ν) < αρχαία ελληνική δίκτυον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίκτυ ουδέτερο
- (λόγιο, σπάνιο) άλλη μορφή του δίχτυ
Μεταφράσεις
επεξεργασία δίκτυ
|