δίκτυον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δίκτυον | τὰ | δίκτυᾰ |
γενική | τοῦ | δικτύου | τῶν | δικτύων |
δοτική | τῷ | δικτύῳ | τοῖς | δικτύοις |
αιτιατική | τὸ | δίκτυον | τὰ | δίκτυᾰ |
κλητική ὦ! | δίκτυον | δίκτυᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δικτύω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δικτύοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαδίκτυον < ἔδικον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδίκτυον ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- και στην καθαρεύουσα δίκτυον
Πηγές
επεξεργασία- δίκτυον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίκτυον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.