↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόσκινο τα κόσκινα
      γενική του κόσκινου των κόσκινων
    αιτιατική το κόσκινο τα κόσκινα
     κλητική κόσκινο κόσκινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κόσκινο < αρχαία ελληνική κόσκινον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόσκινο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία