ψιλοκοσκίνισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψιλοκοσκίνισμα < ψιλοκοσκινίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψιλοκοσκίνισμα ουδέτερο
- κοσκίνισμα με πολύ λεπτό κόσκινο
- (μεταφορικά) λεπτολογία, ψιλολογία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψιλοκοσκίνισμα
|