Ετυμολογία

επεξεργασία
ψιλοκοσκινίζω < λείπει η ετυμολογία

ψιλοκοσκινίζω

  1. περνάω ένα υλικό από ψιλό κόσκινο
  2. (μεταφορικά) επιμένω πολύ(ίσως υπερβολικά) στην εξέταση μικρών λεπτομερειών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία