Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψιλοκοσκινίζω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ψιλοκοσκινίζω

  1. περνάω ένα υλικό από ψιλό κόσκινο
  2. (μεταφορικά) επιμένω πολύ(ίσως υπερβολικά) στην εξέταση μικρών λεπτομερειών

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία