κοσκινού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοσκινού θηλυκό
Παροιμίες
επεξεργασία- κι η κοσκινού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες: για κάποιον που θέλει να θεωρεί τον εαυτό του ίσο με άλλους που θεωρούνται ανώτεροι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοσκινού
|