↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοσκινισμένος η κοσκινισμένη το κοσκινισμένο
      γενική του κοσκινισμένου της κοσκινισμένης του κοσκινισμένου
    αιτιατική τον κοσκινισμένο την κοσκινισμένη το κοσκινισμένο
     κλητική κοσκινισμένε κοσκινισμένη κοσκινισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοσκινισμένοι οι κοσκινισμένες τα κοσκινισμένα
      γενική των κοσκινισμένων των κοσκινισμένων των κοσκινισμένων
    αιτιατική τους κοσκινισμένους τις κοσκινισμένες τα κοσκινισμένα
     κλητική κοσκινισμένοι κοσκινισμένες κοσκινισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοσκινισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κοσκινίζω

κοσκινισμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει περάσει από κόσκινο
  2. (μεταφορικά) που έχει υποστεί λεπτομερή έλεγχο ή εξέταση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία