κοσκινισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοσκινισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου κοσκινίζω
Μετοχή επεξεργασία
κοσκινισμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει περάσει από κόσκινο
- (μεταφορικά) που έχει υποστεί λεπτομερή έλεγχο ή εξέταση
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοσκινισμένος
|