Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κρησαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κρησαρισμέν
ος
η
κρησαρισμέν
η
το
κρησαρισμέν
ο
γενική
του
κρησαρισμέν
ου
της
κρησαρισμέν
ης
του
κρησαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
κρησαρισμέν
ο
την
κρησαρισμέν
η
το
κρησαρισμέν
ο
κλητική
κρησαρισμέν
ε
κρησαρισμέν
η
κρησαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κρησαρισμέν
οι
οι
κρησαρισμέν
ες
τα
κρησαρισμέν
α
γενική
των
κρησαρισμέν
ων
των
κρησαρισμέν
ων
των
κρησαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
κρησαρισμέν
ους
τις
κρησαρισμέν
ες
τα
κρησαρισμέν
α
κλητική
κρησαρισμέν
οι
κρησαρισμέν
ες
κρησαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
κρησαρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κρησαρίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κρησαρισμένος