κρησαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακρησαρίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη κρησάρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κρησαρίζω | κρησάριζα | θα κρησαρίζω | να κρησαρίζω | κρησαρίζοντας | |
β' ενικ. | κρησαρίζεις | κρησάριζες | θα κρησαρίζεις | να κρησαρίζεις | κρησάριζε | |
γ' ενικ. | κρησαρίζει | κρησάριζε | θα κρησαρίζει | να κρησαρίζει | ||
α' πληθ. | κρησαρίζουμε | κρησαρίζαμε | θα κρησαρίζουμε | να κρησαρίζουμε | ||
β' πληθ. | κρησαρίζετε | κρησαρίζατε | θα κρησαρίζετε | να κρησαρίζετε | κρησαρίζετε | |
γ' πληθ. | κρησαρίζουν(ε) | κρησάριζαν κρησαρίζαν(ε) |
θα κρησαρίζουν(ε) | να κρησαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κρησάρισα | θα κρησαρίσω | να κρησαρίσω | κρησαρίσει | ||
β' ενικ. | κρησάρισες | θα κρησαρίσεις | να κρησαρίσεις | κρησάρισε | ||
γ' ενικ. | κρησάρισε | θα κρησαρίσει | να κρησαρίσει | |||
α' πληθ. | κρησαρίσαμε | θα κρησαρίσουμε | να κρησαρίσουμε | |||
β' πληθ. | κρησαρίσατε | θα κρησαρίσετε | να κρησαρίσετε | κρησαρίστε | ||
γ' πληθ. | κρησάρισαν κρησαρίσαν(ε) |
θα κρησαρίσουν(ε) | να κρησαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κρησαρίσει | είχα κρησαρίσει | θα έχω κρησαρίσει | να έχω κρησαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κρησαρίσει | είχες κρησαρίσει | θα έχεις κρησαρίσει | να έχεις κρησαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κρησαρίσει | είχε κρησαρίσει | θα έχει κρησαρίσει | να έχει κρησαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κρησαρίσει | είχαμε κρησαρίσει | θα έχουμε κρησαρίσει | να έχουμε κρησαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κρησαρίσει | είχατε κρησαρίσει | θα έχετε κρησαρίσει | να έχετε κρησαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κρησαρίσει | είχαν κρησαρίσει | θα έχουν κρησαρίσει | να έχουν κρησαρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κρησαρίζω
|