Ετυμολογία

επεξεργασία
κοσκινίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοσκινίζω < αρχαία ελληνική κόσκινον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.sciˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐σκι‐νί‐ζω

κοσκινίζω (παθητική φωνή: κοσκινίζομαι)

  1. αφαιρώ χρησιμοποιώντας κόσκινο ξένα ή ανεπιθύμητα σώματα από ένα ομοιογενές υλικό
  2. (μεταφορικά) εξετάζω λεπτομερώς μια κατάσταση ενδεχομένως χρονοτριβώντας

Συγγενικά

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία