Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προφασιζόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προφασιζόμεν
ος
η
προφασιζόμεν
η
το
προφασιζόμεν
ο
γενική
του
προφασιζόμεν
ου
της
προφασιζόμεν
ης
του
προφασιζόμεν
ου
αιτιατική
τον
προφασιζόμεν
ο
την
προφασιζόμεν
η
το
προφασιζόμεν
ο
κλητική
προφασιζόμεν
ε
προφασιζόμεν
η
προφασιζόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προφασιζόμεν
οι
οι
προφασιζόμεν
ες
τα
προφασιζόμεν
α
γενική
των
προφασιζόμεν
ων
των
προφασιζόμεν
ων
των
προφασιζόμεν
ων
αιτιατική
τους
προφασιζόμεν
ους
τις
προφασιζόμεν
ες
τα
προφασιζόμεν
α
κλητική
προφασιζόμεν
οι
προφασιζόμεν
ες
προφασιζόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προφασιζόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
προφασίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προφασιζόμενος