Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προφασιζόμενος η προφασιζόμενη το προφασιζόμενο
      γενική του προφασιζόμενου της προφασιζόμενης του προφασιζόμενου
    αιτιατική τον προφασιζόμενο την προφασιζόμενη το προφασιζόμενο
     κλητική προφασιζόμενε προφασιζόμενη προφασιζόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προφασιζόμενοι οι προφασιζόμενες τα προφασιζόμενα
      γενική των προφασιζόμενων των προφασιζόμενων των προφασιζόμενων
    αιτιατική τους προφασιζόμενους τις προφασιζόμενες τα προφασιζόμενα
     κλητική προφασιζόμενοι προφασιζόμενες προφασιζόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

προφασιζόμενος

  Μεταφράσεις επεξεργασία