προφασίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προφασίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προφασίζομαι
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.faˈsi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐φα‐σί‐ζο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαπροφασίζομαι, π.αόρ.: προφασίστηκα (αποθετικό ρήμα)
- προβάλλω κάτι ως δικαιολογία, ως πρόσχημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προφασίζομαι | προφασιζόμουν(α) | θα προφασίζομαι | να προφασίζομαι | ||
β' ενικ. | προφασίζεσαι | προφασιζόσουν(α) | θα προφασίζεσαι | να προφασίζεσαι | ||
γ' ενικ. | προφασίζεται | προφασιζόταν(ε) | θα προφασίζεται | να προφασίζεται | ||
α' πληθ. | προφασιζόμαστε | προφασιζόμαστε προφασιζόμασταν |
θα προφασιζόμαστε | να προφασιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προφασίζεστε | προφασιζόσαστε προφασιζόσασταν |
θα προφασίζεστε | να προφασίζεστε | (προφασίζεστε) | |
γ' πληθ. | προφασίζονται | προφασίζονταν προφασιζόντουσαν |
θα προφασίζονται | να προφασίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προφασίστηκα | θα προφασιστώ | να προφασιστώ | προφασιστεί | ||
β' ενικ. | προφασίστηκες | θα προφασιστείς | να προφασιστείς | προφασίσου | ||
γ' ενικ. | προφασίστηκε | θα προφασιστεί | να προφασιστεί | |||
α' πληθ. | προφασιστήκαμε | θα προφασιστούμε | να προφασιστούμε | |||
β' πληθ. | προφασιστήκατε | θα προφασιστείτε | να προφασιστείτε | προφασιστείτε | ||
γ' πληθ. | προφασίστηκαν προφασιστήκαν(ε) |
θα προφασιστούν(ε) | να προφασιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προφασιστεί | είχα προφασιστεί | θα έχω προφασιστεί | να έχω προφασιστεί | ||
β' ενικ. | έχεις προφασιστεί | είχες προφασιστεί | θα έχεις προφασιστεί | να έχεις προφασιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προφασιστεί | είχε προφασιστεί | θα έχει προφασιστεί | να έχει προφασιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προφασιστεί | είχαμε προφασιστεί | θα έχουμε προφασιστεί | να έχουμε προφασιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προφασιστεί | είχατε προφασιστεί | θα έχετε προφασιστεί | να έχετε προφασιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προφασιστεί | είχαν προφασιστεί | θα έχουν προφασιστεί | να έχουν προφασιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προφασίζομαι < πρόφασ(ις) + -ίζομαι < προ- + θέμα φα- → δείτε και τη λέξη φημί
Ρήμα
επεξεργασίαπροφασίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- προφασίζομαι
- αναφέρω ως κατηγορία
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- προφασίζομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προφασίζομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.