Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφασίζομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προφασίζομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.faˈsi.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐φα‐σί‐ζο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

προφασίζομαι, π.αόρ.: προφασίστηκα (αποθετικό ρήμα)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προφασίζομαι < πρόφασ(ις) + -ίζομαι < προ- + θέμα φα- → δείτε και τη λέξη φημί

  Ρήμα επεξεργασία

προφασίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. προφασίζομαι
  2. αναφέρω ως κατηγορία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Πηγές επεξεργασία