ενεστώτας plead
γ΄ ενικό ενεστώτα pleads
αόριστος pleaded, pled, plead
παθητική μετοχή pleaded, pled, plead
ενεργητική μετοχή pleading
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
για τον αόριστο και παθητική μετοχή: pleaded (Βόρεια Αμερική, Αγγλία, Νομικός), pled (Βόρεια Αμερική, Σκοτία), plead (Βόρεια Αμερική)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pliːd/

plead (en)

  1. ζητώ κάτι σοβαρά, παρακαλώ για κάτι
  2. επιχειρηματολογώ υπέρ ή κατά
  3. (νομικός όρος) αγορεύω σε δικαστήριο ως συνήγορος
  4. (νομικός όρος) ομολογώ, απολογούμαι, δηλώνω σε δίκη ότι είμαι ένοχος ή όχι
    ⮡  He pleaded/pled guilty.
    Ομολόγησε την ενοχή του.
    ⮡  Prisoner at the bar, what do you plead, guilty or not guilty?
    Τι απολογείσαι κατηγορούμενε, αθώος ή ένοχος;

Δείτε επίσης

επεξεργασία