ενικός         πληθυντικός  
plea pleas

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

plea (en)

  • (νομικός όρος) η απολογία, ο ισχυρισμός, γραπτή ή προφορική ομιλία που κάνει κάποιος με σκοπό να δώσει εξηγήσεις σχετικά με κατηγορία που τον βαρύνει
    ⮡  After the defendant’s plea, the counsel began its arguments.
    Μετά την απολογία του κατηγορουμένου άρχισαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων.
    ⮡  The defendant entered a plea of not guilty.
    Ο κατηγορούμενος κατέθεσε ισχυρισμό περί μη ενοχής.