ισχυρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ισχυρισμός < ισχυρίζομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαισχυρισμός αρσενικό
- πρόταση με την οποία ισχυρίζομαι κάτι
- κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου
- Διαψεύδει τους ισχυρισμούς των περιβαλλοντικών οργανώσεων για σκάνδαλο με μεταλλαγμένο βαμβάκι το υπουργείο Γεωργίας.
- κατηγορία που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ισχυρισμός