prétention
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- prétention < λατινική praetentus
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pre.tɑ̃.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prétention | prétentions |
prétention (fr) θηλυκό
- η αξίωση
- ο ισχυρισμός
- η σπουδαιοφάνεια
- η αλαζονεία