↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπουδαιοφάνεια οι σπουδαιοφάνειες
      γενική της σπουδαιοφάνειας των σπουδαιοφανειών
    αιτιατική τη σπουδαιοφάνεια τις σπουδαιοφάνειες
     κλητική σπουδαιοφάνεια σπουδαιοφάνειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπουδαιοφάνεια < σπουδαιοφανής + -εια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σπουδαιοφάνεια θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία