σπουδαιοφάνεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπουδαιοφάνεια < σπουδαιοφανής + -εια
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπουδαιοφάνεια θηλυκό
- (λόγιο) το να είναι κάποιος σπουδαιοφανής, η ιδιότητα του σπουδαιοφανούς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σπουδαιοφανής, σπουδαίος, σπουδή και φαίνομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπουδαιοφάνεια
Πηγές
επεξεργασία- σπουδαιοφάνεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σπουδαιοφάνεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- σπουδαιοφάνεια - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: σπουδαιοφανής