pretentiousness
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pretentiousness | pretentiousnesses |
Ετυμολογία
επεξεργασία- pretentiousness < pretentious + -ness
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpretentiousness (en)
ενικός | πληθυντικός |
pretentiousness | pretentiousnesses |
pretentiousness (en)